καρτέρηση: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(19)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[καρτέρησις]]) [[καρτερώ]]<br />η [[καρτερία]], η [[αντοχή]] («τὰς τοῡ χειμῶνος καρτερήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[εμμονή]], η [[επιμονή]] και [[υπομονή]] («ἡ [[ἄφρων]] [[τόλμα]] καὶ [[καρτέρησις]]», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=η (Α [[καρτέρησις]]) [[καρτερώ]]<br />η [[καρτερία]], η [[αντοχή]] («τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[εμμονή]], η [[επιμονή]] και [[υπομονή]] («ἡ [[ἄφρων]] [[τόλμα]] καὶ [[καρτέρησις]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (Α καρτέρησις) καρτερώ
η καρτερία, η αντοχή («τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις», Πλάτ.)
αρχ.
η εμμονή, η επιμονή και υπομονή («ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτέρησις», Πλάτ.).