νίτρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(27) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νίτρωμα]], τὸ (Α) [[νιτρώ]]<br /><b>1.</b> [[στακτή]] [[κονία]], [[αλισίβα]] («χαλέρυπον<br />τὸ [[ῥύμμα]] τὸ ἀπὸ | |mltxt=[[νίτρωμα]], τὸ (Α) [[νιτρώ]]<br /><b>1.</b> [[στακτή]] [[κονία]], [[αλισίβα]] («χαλέρυπον<br />τὸ [[ῥύμμα]] τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες [[νίτρωμα]] λέγουσι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πιτυρίδα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A lye, PHolm.3.22, Hsch.s.v. χαλέρυπον. 2 scurf, dandruff, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
νίτρωμα: τό, τὸ ἀπόπλυμα ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι».
Greek Monolingual
νίτρωμα, τὸ (Α) νιτρώ
1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον
τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.)
2. πιτυρίδα.