πανταχή: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(30) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε όλα τα μέρη, [[παντού]]<br /><b>2.</b> σε [[κάθε]] [[μέρος]] του... («κατέστασαν γὰρ | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε όλα τα μέρη, [[παντού]]<br /><b>2.</b> σε [[κάθε]] [[μέρος]] του... («κατέστασαν γὰρ τοῦ Ἑλλησπόντου [[πανταχῇ]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> σε όλες τις πλευρές («προσέβαλλαν τε [[πανταχῇ]] αὐτοῑς κύκλῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]] («διασκοπεῑν [[πανταχή]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> με [[κάθε]] τρόπο, [[παντοιοτρόπως]]<br /><b>6.</b> σε [[κάθε]] [[περίπτωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῇ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αλλ</i>-<i>αχ</i>-<i>ή</i>), μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. <i>πανταχός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε όλα τα μέρη, παντού
2. σε κάθε μέρος του... («κατέστασαν γὰρ τοῦ Ἑλλησπόντου πανταχῇ», Ηρόδ.)
3. σε όλες τις πλευρές («προσέβαλλαν τε πανταχῇ αὐτοῑς κύκλῳ», Θουκ.)
4. προς κάθε κατεύθυνση («διασκοπεῑν πανταχή», Αριστοφ.)
5. με κάθε τρόπο, παντοιοτρόπως
6. σε κάθε περίπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. αλλ-αχ-ή), μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. πανταχός].