πανταχή
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε όλα τα μέρη, παντού
2. σε κάθε μέρος του... («κατέστασαν γὰρ τοῦ Ἑλλησπόντου πανταχῇ», Ηρόδ.)
3. σε όλες τις πλευρές («προσέβαλλαν τε πανταχῇ αὐτοῖς κύκλῳ», Θουκ.)
4. προς κάθε κατεύθυνση («διασκοπεῖν πανταχή», Αριστοφ.)
5. με κάθε τρόπο, παντοιοτρόπως
6. σε κάθε περίπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. αλλ-αχ-ή), μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. πανταχός].