общественный: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐξωτερικός]] | |rueltext=[[ἐξωτερικός]], [[πολιτικός]], [[εὐρυάγυια]], [[προσομιλητικός]], [[δημόσιος]], [[δαμόσιος]], [[ἐπίξυνος]], [[δημότερος]], [[κοινωνικός]], [[ἀστυνόμος]], [[δημοτελής]], [[πολισσονόμος]], [[κοινός]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐξωτερικός, πολιτικός, εὐρυάγυια, προσομιλητικός, δημόσιος, δαμόσιος, ἐπίξυνος, δημότερος, κοινωνικός, ἀστυνόμος, δημοτελής, πολισσονόμος, κοινός