προσομιλητικός

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσομῑλητικός Medium diacritics: προσομιλητικός Low diacritics: προσομιλητικός Capitals: ΠΡΟΣΟΜΙΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosomilētikós Transliteration B: prosomilētikos Transliteration C: prosomilitikos Beta Code: prosomilhtiko/s

English (LSJ)

προσομιλητική, προσομιλητικόν, of or for intercourse with others: ἡ προσομιλητική (sc. τέχνη) the art of discourse, Id.Sph.222c.

German (Pape)

[Seite 774] ή, όν, zum Verkehr, zur Unterhaltung mit Andern gehörig, geschickt, Plat. Soph. 222 c, ἡ προσομιλητική, sc. τέχνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσομιλητικός -ή -όν [προσομιλέω] conversatie-:. ἡ προσομιλητική (sc. τέχνη) kunst van het converseren Plat. Sph. 222c.

Russian (Dvoretsky)

προσομῑλητικός: касающийся общения, общественный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

προσομῑλητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφὴν μετ’ ἄλλων· ἡ -κὴ (ἐξυπακουομ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ προσομιλεῖν, Πλάτ. Σοφιστ. 222C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσομιλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία ή ο αρμόδιος για συναναστροφή
2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της συναναστροφής με τους άλλους ανθρώπους.