общественный
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Russian > Greek
ἐξωτερικός, πολιτικός, εὐρυάγυια, προσομιλητικός, δημόσιος, δήμιος, δάμιος, δαμόσιος, ἐπίξυνος, δημότερος, κοινωνικός, ἀστυνόμος, δημοτελής, πολισσονόμος, κοινός