συνεκλαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneklamvano | |Transliteration C=syneklamvano | ||
|Beta Code=suneklamba/nw | |Beta Code=suneklamba/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">take out together with</b>, τινί τι <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>2.3</span> (Pass.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">take out together with</b>, τινί τι <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>2.3</span> (Pass.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[farm]] taxes [[with]], σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>114.16</span> (ii B.C., <b class="b3">συνεγ-</b>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:25, 28 June 2020
English (LSJ)
A take out together with, τινί τι Ptol.Harm.2.3 (Pass.). II farm taxes with, σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος UPZ114.16 (ii B.C., συνεγ-).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλαμβάνω: λαμβάνω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ ὁμοῦ, Βυζ.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].