εὐφάνταστος: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(15) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=effantastos | |Transliteration C=effantastos | ||
|Beta Code=eu)fa/ntastos | |Beta Code=eu)fa/ntastos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[imaginative]], Phlp.<b class="b2">in de An</b>.155.30, <span class="bibl">Platon.<span class="title">Diff.Com.</span>15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">easily imagined</b>, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.518S.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐφάνταστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ζωηρή [[φαντασία]], που πλάθει με τη [[φαντασία]] του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δημιουργική [[φαντασία]], ο [[επινοητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να φανταστεί [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φαντάζομαι]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐφάνταστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ζωηρή [[φαντασία]], που πλάθει με τη [[φαντασία]] του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δημιουργική [[φαντασία]], ο [[επινοητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να φανταστεί [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φαντάζομαι]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A imaginative, Phlp.in de An.155.30, Platon.Diff.Com.15. II easily imagined, Procl. in Prm.p.518S.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐφάνταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα
αρχ.
1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός
2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντάζομαι].