σκορπιστής: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(37) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skorpistis | |Transliteration C=skorpistis | ||
|Beta Code=skorpisth/s | |Beta Code=skorpisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[scatterer]], [[spendthrift]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.42, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).154, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [[σκορπίζω]]<br />(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη [[περιουσία]]) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, [[σκορποχέρης]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [[σκορπίζω]]<br />(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη [[περιουσία]]) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, [[σκορποχέρης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 29 June 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A scatterer, spendthrift, Lyd.Mag.1.42, Cat.Cod.Astr.8(4).154, al.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν σκορπίζω
(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης.