σωματοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatoforos | |Transliteration C=somatoforos | ||
|Beta Code=swmatofo/ros | |Beta Code=swmatofo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bearing a metallic substance]], <b class="b3">γῆ</b> Olymp.Alch.<span class="bibl">p.71</span> B.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:28, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A bearing a metallic substance, γῆ Olymp.Alch.p.71 B.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφόρος: -ον, ὁ σῶμα ἢ πτῶμα φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμα
μσν.
αυτός που μεταφέρει νεκρό
αρχ.
(για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φόρος (< φέρω)].