ὀπισθόκομος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opisthokomos | |Transliteration C=opisthokomos | ||
|Beta Code=o)pisqo/komos | |Beta Code=o)pisqo/komos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[wearing the hair long behind]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>13.420</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:34, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A wearing the hair long behind, Nonn.D.13.420.
German (Pape)
[Seite 358] am Hinterkopfe behaart, Nonn. D. 13, 410 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόκομος: -ον, ὁ ὄπισθεν κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν κόμην ὄπισθεν, Νόνν. Δ. 13. 420.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀπισθόκομος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθόκομος
ζωολ. το μοναδικό γένος εξωτικών πτηνών της οικογένειας cuculidae της Νότιας Αμερικής
αρχ.
αυτός που έχει μακριά μαλλιά ριγμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. opisthocome].