σαρκοτακής: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(36) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sarkotakis | |Transliteration C=sarkotakis | ||
|Beta Code=sarkotakh/s | |Beta Code=sarkotakh/s | ||
|Definition=ές, (τήκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, (τήκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[wasting the flesh]], νοῦσοι <span class="bibl">Procl.<span class="title">H.</span>7.44</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:40, 1 July 2020
English (LSJ)
ές, (τήκω)
A wasting the flesh, νοῦσοι Procl.H.7.44.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοτᾰκής: -ές, (τήκω) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.
Greek Monolingual
-ές, Α
(κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τακής (< θ. τακ-, πρβλ. ἐ-τάκ-ην, παθ. αόρ. β' του τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιο-τακής].