ψηφικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(47c)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psifikos
|Transliteration C=psifikos
|Beta Code=yhfiko/s
|Beta Code=yhfiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">involving calculations</b>, <span class="bibl">Vett.Val.191.30</span>, al.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[involving calculations]], <span class="bibl">Vett.Val.191.30</span>, al.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψήφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψήφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).
}}
}}

Revision as of 14:55, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφικός Medium diacritics: ψηφικός Low diacritics: ψηφικός Capitals: ΨΗΦΙΚΟΣ
Transliteration A: psēphikós Transliteration B: psēphikos Transliteration C: psifikos Beta Code: yhfiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A involving calculations, Vett.Val.191.30, al.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψήφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).