ψηφικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(47c) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psifikos | |Transliteration C=psifikos | ||
|Beta Code=yhfiko/s | |Beta Code=yhfiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[involving calculations]], <span class="bibl">Vett.Val.191.30</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψήφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ψήφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A involving calculations, Vett.Val.191.30, al.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ψήφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).