δυσμάθεια: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(10) |
(CSV import) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[δυσμάθεια]] και [[δυσμαθία]])<br />η [[δυσκολία]] στη [[μάθηση]]. | |mltxt=η (Α [[δυσμάθεια]] και [[δυσμαθία]])<br />η [[δυσκολία]] στη [[μάθηση]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[dullness]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 4 July 2020
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Pl.R.618d, Ti.87a, Tht.195c, Chrm.159e, Def.415e, Ep.315c
dificultad para aprender, torpezadef. como βραδυτὴς ἐν μαθήσει Pl.Def.l.c., τὰ γὰρ ἐναντία ἄλληλα ταράττοντα δυσμάθειαν παρέχει las cosas que se oponen y perturban mutuamente dificultan el aprendizaje Pl.Lg.812e, τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν δυσχεράνας irritándome con mi propia torpeza Pl.Tht.l.c., op. εὐμαθία Pl.Chrm.l.c., R.618d, Gal.1.322, ἡδονὴ ... δυσμαθίαν ... τίκτουσα ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Ep.l.c., cf. Ti.l.c., ἀκολουθεῖν γὰρ ἀγριότητι ἀναίδειαν ... δυσμάθειαν Iambl.VP 95, cf. Adam.2.37.
Greek Monolingual
η (Α δυσμάθεια και δυσμαθία)
η δυσκολία στη μάθηση.