σκολλυφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skollyforos | |Transliteration C=skollyforos | ||
|Beta Code=skollufo/ros | |Beta Code=skollufo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[wearing a]] | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[wearing a]] [[σκόλλυς]], Hsch. s.v. [[κοννοφόρων]]. σκολοβράω, to [[be displeased]], [[vexed]], Id. σκολοῖς· [[δρεπάνοις]], Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:15, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A wearing a σκόλλυς, Hsch. s.v. κοννοφόρων. σκολοβράω, to be displeased, vexed, Id. σκολοῖς· δρεπάνοις, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σκολλυφόρος: -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μία τούφα μαλλιών στην κορυφή του κεφαλιού του, κοννοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» + -φόρος].