βελοποιός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βελοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων βέλη, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 58, | |lstext='''βελοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων βέλη, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 58, Πολυδ. Ζ΄, 156. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:16, 7 July 2020
English (LSJ)
όν,
A making missiles, Ph.Bel.58.50, Poll.7.156.
German (Pape)
[Seite 441] ὁ, Pfeilmacher, Poll. 7, 156; Math.
Greek (Liddell-Scott)
βελοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων βέλη, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 58, Πολυδ. Ζ΄, 156.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
mec. maestro armero, artillero Ph.Bel.58.50, Poll.7.156, PSI 238.9 (VI/VII d.C.).
Greek Monolingual
ο (AM βελοποιός, Α και ως επίθ. βελοποιός, -όν)
αυτός που κατασκευάζει βέλη, ο σχετικός με την κατασκευή βελών.