διαγραμμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγραμμίζω''': διαιρῶ διὰ γραμμῶν· [[ἐντεῦθεν]], [[παίζω]] τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, [[παιγνίδιον]] ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, [[Πολυδ]]. Θ΄, 99, ἴδε Ernest. Clav. Ciceron ἐν λ. scriptorum duodecim. ludus.
|lstext='''διαγραμμίζω''': διαιρῶ διὰ γραμμῶν· [[ἐντεῦθεν]], [[παίζω]] τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, [[παιγνίδιον]] ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, Πολυδ. Θ΄, 99, ἴδε Ernest. Clav. Ciceron ἐν λ. scriptorum duodecim. ludus.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγραμμίζω Medium diacritics: διαγραμμίζω Low diacritics: διαγραμμίζω Capitals: ΔΙΑΓΡΑΜΜΙΖΩ
Transliteration A: diagrammízō Transliteration B: diagrammizō Transliteration C: diagrammizo Beta Code: diagrammi/zw

English (LSJ)

   A divide by lines: hence, play at chequers, Philem. 209.

Greek (Liddell-Scott)

διαγραμμίζω: διαιρῶ διὰ γραμμῶν· ἐντεῦθεν, παίζω τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, παιγνίδιον ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, Πολυδ. Θ΄, 99, ἴδε Ernest. Clav. Ciceron ἐν λ. scriptorum duodecim. ludus.

Spanish (DGE)

dividir mediante líneas, de aquí jugar a las damas o un juego semejante μεθύει, διαγραμμίζει, κυβεύει Philem.175, cf. Moer.290 (cj.), Poll.9.99, Eust.634.1.

Greek Monolingual

(AM διαγραμμίζω)
διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω
αρχ.
παίζω πεσσούς, ντάμα.