θειαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θειαστικός''': -ή, -όν, ὥς τις [[θεόπνευστος]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Α΄. 16.
|lstext='''θειαστικός''': -ή, -όν, ὥς τις [[θεόπνευστος]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θειαστικός]], -ή, -όν (Α) [[θειαστής]]<br />αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν [[θεόπνευστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειαστικώς</i><br />με θεόπνευστο τρόπο.
|mltxt=[[θειαστικός]], -ή, -όν (Α) [[θειαστής]]<br />αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν [[θεόπνευστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειαστικώς</i><br />με θεόπνευστο τρόπο.
}}
}}

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειαστικός Medium diacritics: θειαστικός Low diacritics: θειαστικός Capitals: ΘΕΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theiastikós Transliteration B: theiastikos Transliteration C: theiastikos Beta Code: qeiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like one inspired. Adv. -κῶς Poll.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

θειαστικός: -ή, -όν, ὥς τις θεόπνευστος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16.

Greek Monolingual

θειαστικός, -ή, -όν (Α) θειαστής
αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος.
επίρρ...
θειαστικώς
με θεόπνευστο τρόπο.