εὔπολις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπολῐς''': -ιδος, ὁ, ἡ, ἔχων πολλὰς καὶ καλὰς πόλεις, | |lstext='''εὔπολῐς''': -ιδος, ὁ, ἡ, ἔχων πολλὰς καὶ καλὰς πόλεις, Πολυδ. Θʹ, 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔπολις]], -όλιδος, ὁ, ἡ (Α) [[πόλις]]<br />(για [[χώρα]]) αυτός που έχει πολλές και ωραίες πόλεις. | |mltxt=[[εὔπολις]], -όλιδος, ὁ, ἡ (Α) [[πόλις]]<br />(για [[χώρα]]) αυτός που έχει πολλές και ωραίες πόλεις. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A abounding in cities, Poll.9.27.
German (Pape)
[Seite 1089] ιδος, mit vielen, schönen Städten, Poll. 9, 27.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπολῐς: -ιδος, ὁ, ἡ, ἔχων πολλὰς καὶ καλὰς πόλεις, Πολυδ. Θʹ, 27.
Greek Monolingual
εὔπολις, -όλιδος, ὁ, ἡ (Α) πόλις
(για χώρα) αυτός που έχει πολλές και ωραίες πόλεις.