διαυχενίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαυχενίζομαι''': ἀποθ., ὑψῶ τὸν αὐχένα, γαυριῶ, se rengorger, | |lstext='''διαυχενίζομαι''': ἀποθ., ὑψῶ τὸν αὐχένα, γαυριῶ, se rengorger, Πολυδ. Α΄, 218, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:25, 7 July 2020
English (LSJ)
A hold the neck erect, Eun.Hist.pp.263,272 D.
German (Pape)
[Seite 609] den Nacken zurückwerfen, eigtl. von Pferden, u. übertr., sich brüsten; Suid.; Poll. 1, 218.
Greek (Liddell-Scott)
διαυχενίζομαι: ἀποθ., ὑψῶ τὸν αὐχένα, γαυριῶ, se rengorger, Πολυδ. Α΄, 218, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.
Spanish (DGE)
1 intr. enderezar el cuello διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... Λέοντα Eun.Hist.67.7
•fig. aspirar a πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνον Eun.Hist.78.1.
2 tr. enderezar, arreglar ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετο Eun.Hist.78.2.
Greek Monolingual
διαυχενίζομαι (Α)
1. (για άλογα) υψώνω τον αυχένα
2. (για ανθρ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω.