θεουργός: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεουργός''': -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, [[σκεῦος]] θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Ἰάμβλ. Μυστ. 21, | |lstext='''θεουργός''': -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, [[σκεῦος]] θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό (AM [[θεουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κάνει [[θεία]] έργα («ἡ [[θεουργός]] [[ἐνέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεουργός]]<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>συν</i>-<i>εργός</i>]. | |mltxt=-ό (AM [[θεουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κάνει [[θεία]] έργα («ἡ [[θεουργός]] [[ἐνέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεουργός]]<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>συν</i>-<i>εργός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:27, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A divine worker, of the δημιουργός, Dam.Pr.341. II performer of sacramental rites, Jul.Or.5.173a, Procl.in Alc.p.150C., Iamb. Myst.3.18. III as Adj., ἡ θ. ἐνέργεια ib.20.
German (Pape)
[Seite 1198] göttliche Werke, Opfer verrichtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεουργός: -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, σκεῦος θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.
Greek Monolingual
-ό (AM θεουργός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο-εργός, συν-εργός].