παρόψημα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(31)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρόψημα''': τό, πρόσθετον [[προσφάγιον]], Ἀθήν. 367C· παροψήματα τῶν [[ἀμπέλων]], δηλ. αἱ σταφυλαί, Φιλόστρ. 662· ― ὑποκορ.-ημάτιον, τό, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 56.
|lstext='''παρόψημα''': τό, πρόσθετον [[προσφάγιον]], Ἀθήν. 367C· παροψήματα τῶν [[ἀμπέλων]], δηλ. αἱ σταφυλαί, Φιλόστρ. 662· ― ὑποκορ.-ημάτιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 56.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παροψώμαι]]<br /><b>1.</b> εκλεκτό [[έδεσμα]] που προσφέρεται επί [[πλέον]] απ' ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παροψήματα τῶν [[ἀμπέλων]]» — καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα [[ανάμεσα]] στα κλήματα <b>(Φιλόστρ.)</b>.
|mltxt=τὸ, Α [[παροψώμαι]]<br /><b>1.</b> εκλεκτό [[έδεσμα]] που προσφέρεται επί [[πλέον]] απ' ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παροψήματα τῶν [[ἀμπέλων]]» — καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα [[ανάμεσα]] στα κλήματα <b>(Φιλόστρ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρόψημα Medium diacritics: παρόψημα Low diacritics: παρόψημα Capitals: ΠΑΡΟΨΗΜΑ
Transliteration A: parópsēma Transliteration B: paropsēma Transliteration C: paropsima Beta Code: paro/yhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A dainty side-dish, Ath.9.367c ; παροψήματα τῶν ἀμπέλων, i.e. other fruits planted among the vines, Philostr. Her.Prooem.1 :—Dim. παροψ-ημάτιον, τό, Poll.6.56.

German (Pape)

[Seite 528] τό, ein schmackhaftes Nebengericht; Ath. IX, 367 c; Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

παρόψημα: τό, πρόσθετον προσφάγιον, Ἀθήν. 367C· παροψήματα τῶν ἀμπέλων, δηλ. αἱ σταφυλαί, Φιλόστρ. 662· ― ὑποκορ.-ημάτιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 56.

Greek Monolingual

τὸ, Α παροψώμαι
1. εκλεκτό έδεσμα που προσφέρεται επί πλέον απ' ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι
2. φρ. «παροψήματα τῶν ἀμπέλων» — καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα ανάμεσα στα κλήματα (Φιλόστρ.).