σακκοπήρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σακκοπήρα''': ἡ, [[πήρα]] ἐκ σάκκου, [[σακκίον]] ὁδοιπορικόν, «ταγάρι», ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Ι΄ 161, μνημονεύοντος τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Ἀπολλοδ. Κωμ. («Ἀμφ.» 1).
|lstext='''σακκοπήρα''': ἡ, [[πήρα]] ἐκ σάκκου, [[σακκίον]] ὁδοιπορικόν, «ταγάρι», ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ι΄ 161, μνημονεύοντος τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Ἀπολλοδ. Κωμ. («Ἀμφ.» 1).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σακκοπήρα]], ΝΜΑ<br />[[οδοιπορικός]] [[σάκος]] από τρίχινο ύφασμα, [[ταγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πήρα]] «[[οδοιπορικός]] [[σάκος]], [[ταγάρι]]»].
|mltxt=η / [[σακκοπήρα]], ΝΜΑ<br />[[οδοιπορικός]] [[σάκος]] από τρίχινο ύφασμα, [[ταγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πήρα]] «[[οδοιπορικός]] [[σάκος]], [[ταγάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκοπήρα Medium diacritics: σακκοπήρα Low diacritics: σακκοπήρα Capitals: ΣΑΚΚΟΠΗΡΑ
Transliteration A: sakkopḗra Transliteration B: sakkopēra Transliteration C: sakkopira Beta Code: sakkoph/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A knapsack, wallet, rejected by Poll.10.161, who cites it from Apollod.Car.1: found in PEnteux.32.7 (iii B.C.), PLond.2.402v.16 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, Sacktasche, Schnappsack, Mantelsack, Poll. 10, 161 aus Apollod. Caryst.

Greek (Liddell-Scott)

σακκοπήρα: ἡ, πήρα ἐκ σάκκου, σακκίον ὁδοιπορικόν, «ταγάρι», ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ι΄ 161, μνημονεύοντος τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Ἀπολλοδ. Κωμ. («Ἀμφ.» 1).

Greek Monolingual

η / σακκοπήρα, ΝΜΑ
οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»].