ἀβρωσία: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβρωσία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] βρώσεως, τροφῆς, = [[ἀσιτία]]. [[Πολυδ]]. 6. 39.
|lstext='''ἀβρωσία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] βρώσεως, τροφῆς, = [[ἀσιτία]]. Πολυδ. 6. 39.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[ayuno]] κλύω τάνδ' ἀβρωσίᾳ στόματος ἁμέραν Δάματρος ἀκτᾶς [[δέμας]] ἁγνὸν ἴσχειν de Fedra, E.<i>Hipp</i>.136, cf. Poll.6.39.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[ayuno]] κλύω τάνδ' ἀβρωσίᾳ στόματος ἁμέραν Δάματρος ἀκτᾶς [[δέμας]] ἁγνὸν ἴσχειν de Fedra, E.<i>Hipp</i>.136, cf. Poll.6.39.
}}
}}

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβρωσία Medium diacritics: ἀβρωσία Low diacritics: αβρωσία Capitals: ΑΒΡΩΣΙΑ
Transliteration A: abrōsía Transliteration B: abrōsia Transliteration C: avrosia Beta Code: a)brwsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of food, fasting, Poll. 6.39.

German (Pape)

[Seite 5] ἡ, Fasten, = ἀσιτία, Poll. 6, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβρωσία: ἡ, ἔλλειψις βρώσεως, τροφῆς, = ἀσιτία. Πολυδ. 6. 39.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ayuno κλύω τάνδ' ἀβρωσίᾳ στόματος ἁμέραν Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν de Fedra, E.Hipp.136, cf. Poll.6.39.