ἀντίχειρ: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίχειρ''': (δηλ. [[δάκτυλος]], [[ὅπερ]] ὑπάρχει ἐν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 137), ὁ, ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]], ὁ πλησίον τοῦ λιχανοῦ [[δάκτυλος]], ἀπέκοψε τὸν ἀντίχειρα Πλούτ. 2. 761C, | |lstext='''ἀντίχειρ''': (δηλ. [[δάκτυλος]], [[ὅπερ]] ὑπάρχει ἐν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 137), ὁ, ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]], ὁ πλησίον τοῦ λιχανοῦ [[δάκτυλος]], ἀπέκοψε τὸν ἀντίχειρα Πλούτ. 2. 761C, Πολυδ. Β΄, 145˙ ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]] πρὸς τὸ λοιπὸν τῆς χειρὸς ἀντίθεσιν ἔχει ([[ὅθεν]] καὶ [[ἀντίχειρ]]) Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 11, 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
(sc. δάκτυλος, which is supplied in Heliod. ap. Orib.48.54.1, S.E.M.1.137, Gp.4.12.13), ὁ,
A thumb, as being opposite to the fingers, Sor.1.103, Dsc.5.79, Plu.2.761c, etc. II responsive to the touch, βόμβοι κυμβάλων Diog.Trag.1.4 (Casaubon). III Subst. (sc. σωλήν, inverse tube of alembic, Zos.Alch.p.225B.
German (Pape)
[Seite 264] ειρος, ὁ, der Daumen, als der den vier andern Fingern entgegenstehende Theil der Hand, Poll. 2, 145. 148, wo auch ἀντιχειρία steht; Macrob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίχειρ: (δηλ. δάκτυλος, ὅπερ ὑπάρχει ἐν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 137), ὁ, ὁ μέγας δάκτυλος, ὁ πλησίον τοῦ λιχανοῦ δάκτυλος, ἀπέκοψε τὸν ἀντίχειρα Πλούτ. 2. 761C, Πολυδ. Β΄, 145˙ ὁ μέγας δάκτυλος πρὸς τὸ λοιπὸν τῆς χειρὸς ἀντίθεσιν ἔχει (ὅθεν καὶ ἀντίχειρ) Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ) :
le pouce, litt. le doigt qui fait face au reste de la main.
Étymologie: ἀντί, χείρ.
Spanish (DGE)
-ος
1 que responde a βόμβοι ... ἀ. κυμβάλων Diog.Ath.1.4.
2 que se opone a los otros dedos ἀ. δάκτυλος el pulgar Heliod. en Orib.48.54.1, S.E.M.1.137, Gp.4.12.13
•tb. subst. ὁ ἀ. el pulgar οὐλὴ ἀντίχειρι δεξιῷ una cicatriz en el pulgar derecho, PMich.584.4 (I d.C.), SB 5661.18 (I d.C.), οὐλὴ ἀντίχιρει (sic) ἀριστ(ερᾷ) PFay.91.12 (I d.C.), τὸν ἀντίχειρα τῆς εὐωνύμου χειρός Dsc.5.79, cf. Plu.2.761c, Philostr.VA 3.46, Hero Geom.184.24.
3 que tiene forma de dedo pulgar σωλήν Zos.Alch.p.225.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίχειρ: χειρος ὁ большой палец руки Plut., Sext.