ὄγκινος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄγκινος''': ὁ, Λατ. uncinus, [[ἄγκιστρον]], [[ἁρπάγη]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 431. 2) [[μέρος]] τῆς ἀκίδος τοῦ βέλους, [[Πολυδ]]. Α΄, 137. 3) κολαστήριον [[ὄργανον]] ὅμοιον πρὸς ὄνυχας γαμψωνύχου ὀρνέου, Ἀπόκρυφ. Πράξ. Φιλίππ. 34, Πράξ. Φιλίππ. παρ’ Ἑλλαδίῳ 18, κλ.
|lstext='''ὄγκινος''': ὁ, Λατ. uncinus, [[ἄγκιστρον]], [[ἁρπάγη]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 431. 2) [[μέρος]] τῆς ἀκίδος τοῦ βέλους, Πολυδ. Α΄, 137. 3) κολαστήριον [[ὄργανον]] ὅμοιον πρὸς ὄνυχας γαμψωνύχου ὀρνέου, Ἀπόκρυφ. Πράξ. Φιλίππ. 34, Πράξ. Φιλίππ. παρ’ Ἑλλαδίῳ 18, κλ.
}}
}}

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄγκῑνος Medium diacritics: ὄγκινος Low diacritics: όγκινος Capitals: ΟΓΚΙΝΟΣ
Transliteration A: ónkinos Transliteration B: onkinos Transliteration C: ogkinos Beta Code: o)/gkinos

English (LSJ)

ὁ,

   A hook, Lat. uncīnus, Poll.1.137, Sch.Ar.Pl.431.

German (Pape)

[Seite 290] ὁ, der Widerhaken, Schol. Ar. Plut. 431. Bei Poll. 1, 137 schreibt Bekker ὄγκοι.

Greek (Liddell-Scott)

ὄγκινος: ὁ, Λατ. uncinus, ἄγκιστρον, ἁρπάγη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 431. 2) μέρος τῆς ἀκίδος τοῦ βέλους, Πολυδ. Α΄, 137. 3) κολαστήριον ὄργανον ὅμοιον πρὸς ὄνυχας γαμψωνύχου ὀρνέου, Ἀπόκρυφ. Πράξ. Φιλίππ. 34, Πράξ. Φιλίππ. παρ’ Ἑλλαδίῳ 18, κλ.