ξενοπολίτης: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenopolitis | |Transliteration C=ksenopolitis | ||
|Beta Code=cenopoli/ths | |Beta Code=cenopoli/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[pertaining to an alien]], | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[pertaining to an alien]], [[νόμος]] Id.in <span class="bibl">Rh.3.670</span> W.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:55, 8 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A pertaining to an alien, νόμος Id.in Rh.3.670 W.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοπολίτης: ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς ξένην πόλιν, καὶ μὴ πειρᾶσθαι συνιστᾶν νόμον ξενοπολίτιν Τζέτζ. Ἐπιτομ Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 670, στ. 17.
Greek Monolingual
ξενοπολίτης, ό (ΑΜ)
μσν.
ως επίθ. αυτός που χρησιμοποιείται, που ισχύει σε ξένη πόλη («καὶ μὴ πειρᾱσθαι συνιστᾱν νόμον ξενοπολίτην», Τζέτζ.)
αρχ.
ξένος που έχει πολιτογραφηθεί πλέον στην πόλη που κατοικεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πολίτης.