ἀκαταπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatapatitos
|Transliteration C=akatapatitos
|Beta Code=a)katapa/thtos
|Beta Code=a)katapa/thtos
|Definition=ον, v. l. for <b class="b3">ἀκατάποτος</b> (q. v.).
|Definition=ον, v. l. for [[ἀκατάποτος]] (q. v.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπάτητος]], -ον) [[καταπατῶ]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί<br />«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπάτητος]], -ον) [[καταπατῶ]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί<br />«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».
}}
}}

Revision as of 14:05, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταπάτητος Medium diacritics: ἀκαταπάτητος Low diacritics: ακαταπάτητος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akatapátētos Transliteration B: akatapatētos Transliteration C: akatapatitos Beta Code: a)katapa/thtos

English (LSJ)

ον, v. l. for ἀκατάποτος (q. v.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) καταπατῶ
εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί
«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».