ὀλβάχιον: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olvachion | |Transliteration C=olvachion | ||
|Beta Code=o)lba/xion | |Beta Code=o)lba/xion | ||
|Definition=τό, <span class="bibl">Dinol.13</span> :—also ὀλβάχνιον, ὄλεχον, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>257.53</span>,<span class="bibl">621.20</span> ; ὀλβακήϊα, Hsch. :—said to be Syracusan for | |Definition=τό, <span class="bibl">Dinol.13</span> :—also ὀλβάχνιον, ὄλεχον, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>257.53</span>,<span class="bibl">621.20</span> ; ὀλβακήϊα, Hsch. :—said to be Syracusan for [[ὀλάχνιον]], and expld. as <b class="b3">τὸ κανοῦν ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς</b>. (β <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ϝ]].) </span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:35, 8 July 2020
English (LSJ)
τό, Dinol.13 :—also ὀλβάχνιον, ὄλεχον, EM257.53,621.20 ; ὀλβακήϊα, Hsch. :—said to be Syracusan for ὀλάχνιον, and expld. as τὸ κανοῦν ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς. (β
A = ϝ.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβάχιον: τό, «κανοῦν Δεινόλοχος» Ἡσύχ. ὡσαύτως, ὀλβάχνιον, «πλεονάζουσιν δὲ τὸ β Συρακούσιοι· ὡς ἐπὶ τοῦ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον· σημαίνει δὲ τὸ κανοῦν ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλὰς» Ἐτυμ. Μέγ. 257. 53· προσέτι, ὄλεχον αὐτόθι 621. 20.
Greek Monolingual
ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, το, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι
ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον
σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλβάχνιον συνδέεται με τη λ. ὀλαί / οὐλαί και έχει σύνθετο επίθημα σε -αχ- + -νιο- (πρβλ. πέταχνον), ενώ οι τ. ὀλβάχιον και ὀλβακήια είναι πιθ. εσφαλμένοι.