Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιπεσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπεσάνωρ]] ή [[λιπεσήνωρ]] -ορος, ἡ (Α)<br />(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπεσ</i>- παρεκτεταμένη [[μορφή]] του <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>άνωρ</i>, <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>].
|mltxt=[[λιπεσάνωρ]] ή [[λιπεσήνωρ]] -ορος, ἡ (Α)<br />(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπεσ</i>- παρεκτεταμένη [[μορφή]] του <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δυσάνωρ]], [[πολυάνωρ]]].
}}
}}

Revision as of 07:44, 28 September 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπεσάνωρ Medium diacritics: λιπεσάνωρ Low diacritics: λιπεσάνωρ Capitals: ΛΙΠΕΣΑΝΩΡ
Transliteration A: lipesánōr Transliteration B: lipesanōr Transliteration C: lipesanor Beta Code: lipesa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ἡ,

   A forsaker of her husband, of Helen, Stesich. 26.5.

Greek Monolingual

λιπεσάνωρ ή λιπεσήνωρ -ορος, ἡ (Α)
(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ- παρεκτεταμένη μορφή του λιπ(ο)- + -ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσάνωρ, πολυάνωρ].