ηπειρώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἠπειρῶ, -όω (Α) [[ήπειρος]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε ήπειρο, σε [[ξηρά]] («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἠπειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[ήπειρος]], ενώνομαι με τη [[στεριά]] («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ἠπειρῶ, -όω (Α) [[ήπειρος]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε ήπειρο, σε [[ξηρά]] («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἠπειροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[ήπειρος]], ενώνομαι με τη [[στεριά]] («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 24 October 2020

Greek Monolingual

ἠπειρῶ, -όω (Α) ήπειρος
1. μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», Αριστοτ.)
2. παθ. ἠπειροῦμαι, -όομαι
γίνομαι ήπειρος, ενώνομαι με τη στεριά («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», Θουκ.).