νυγματικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nygmatikos
|Transliteration C=nygmatikos
|Beta Code=nugmatiko/s
|Beta Code=nugmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suitable for]] νύγματα <span class="bibl">1.2</span>, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suitable for]] νύγματα <span class="bibl">1.2</span>, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυγματικός]], -ή, -όν (Α) [[νύγμα]]<br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.
|mltxt=[[νυγματικός]], -ή, -όν (Α) [[νύγμα]]<br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.
}}
}}

Revision as of 13:40, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμᾰτικός Medium diacritics: νυγματικός Low diacritics: νυγματικός Capitals: ΝΥΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nygmatikós Transliteration B: nygmatikos Transliteration C: nygmatikos Beta Code: nugmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.

Greek Monolingual

νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.