Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μισακάρης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(25)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μεσακάρης]] και μεσιακάρης, ο, θηλ., -ισσα<br />[[κολήγος]], συγκαλλιεργητής, [[αγρότης]] ο [[οποίος]] καλλιεργεί [[ξένο]] αγρό παίρνοντας ως [[αμοιβή]] τα μισά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρκ</i>-<i>άρης</i>). Ο τ. <i>μεσιακάρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μεσιακός]]].
|mltxt=και [[μεσακάρης]] και [[μεσιακάρης]], ο, θηλ., [[μεσιακάρισσα]]<br />[[κολήγος]], συγκαλλιεργητής, [[αγρότης]] ο [[οποίος]] καλλιεργεί [[ξένο]] αγρό παίρνοντας ως [[αμοιβή]] τα μισά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρκ</i>-<i>άρης</i>). Ο τ. <i>μεσιακάρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μεσιακός]]].
}}
}}

Revision as of 10:09, 20 December 2020

Greek Monolingual

και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα
κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός].