Θετταλός: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "*" to "*") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Θετταλός]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[Θεσσαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Θετταλός]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[Θεσσαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αττ. τ. του [[Θεσσαλός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Θεττᾰλός:''' [[Θετταλικός]] κ.λπ., μεταγεν. Αττ. αντί <i>Θεσσ-</i>. | |lsmtext='''Θεττᾰλός:''' [[Θετταλικός]] κ.λπ., μεταγεν. Αττ. αντί <i>Θεσσ-</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 29 December 2020
English (LSJ)
Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσ-.
Greek (Liddell-Scott)
Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. Θεσσαλός.
Greek Monolingual
Θετταλός, ὁ (Α)
βλ. Θεσσαλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αττ. τ. του Θεσσαλός].
Greek Monotonic
Θεττᾰλός: Θετταλικός κ.λπ., μεταγεν. Αττ. αντί Θεσσ-.