άγευστος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄγευστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[γεύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[γεύση]], [[ανούσιος]], [[άνοστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[νηστικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν τον γεύτηκε [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄγευστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[γεύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[γεύση]], [[ανούσιος]], [[άνοστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[νηστικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν τον γεύτηκε [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>γεύσ</i>-<i>ομαι</i> του [[γεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀγευστία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄγευστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει γεύση
2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος
3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος
αρχ.
1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι
2. νηστικός
3. αυτός που δεν τον γεύτηκε κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γεύσ-ομαι του γεύομαι.
ΠΑΡ. μσν. ἀγευστία.