ήμαρτον: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἥμαρτον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως επιφών.)<br /><b>1.</b> έσφαλα, [[αναγνωρίζω]] το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, [[έλεος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ήμαρτον]], Θεέ μου!» ή «[[ήμαρτον]], [[Παναγία]] μου!» <br />α) [[αναφώνηση]] ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε [[κάτι]] [[κακό]] και μετανοεί<br />β) [[επιφώνηση]] αγανάκτησης ή ταλαιπωρίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> το [[ήμαρτον]]<br />η [[παρανομία]], το [[αδίκημα]], η [[αμαρτία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αόρ. β' του <i>αμαρτάνω</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφωνηματική [[χρήση]] στη νέα ελλ. του α' προσ. του ενεργ. αορ. β' του ρ. <i>αμαρτάνω</i>].
|mltxt=(AM ἥμαρτον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως επιφών.)<br /><b>1.</b> έσφαλα, [[αναγνωρίζω]] το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, [[έλεος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ήμαρτον]], Θεέ μου!» ή «[[ήμαρτον]], [[Παναγία]] μου!» <br />α) [[αναφώνηση]] ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε [[κάτι]] [[κακό]] και μετανοεί<br />β) [[επιφώνηση]] αγανάκτησης ή ταλαιπωρίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> το [[ήμαρτον]]<br />η [[παρανομία]], το [[αδίκημα]], η [[αμαρτία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αόρ. β' του <i>αμαρτάνω</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Επιφωνηματική [[χρήση]] στη νέα ελλ. του α' προσ. του ενεργ. αορ. β' του ρ. <i>αμαρτάνω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

(AM ἥμαρτον)
νεοελλ.
(ως επιφών.)
1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος
2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!»
α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί
β) επιφώνηση αγανάκτησης ή ταλαιπωρίας
νεοελλ.-μσν.
ως ουσ. το ήμαρτον
η παρανομία, το αδίκημα, η αμαρτία
μσν.-αρχ.
αόρ. β' του αμαρτάνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επιφωνηματική χρήση στη νέα ελλ. του α' προσ. του ενεργ. αορ. β' του ρ. αμαρτάνω].