ίσαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] οριζόντια [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ίσαλα</i><br />τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην [[ίδια]] οριζόντις [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ίσαλος]] [[γραμμή]]» — η [[γραμμή]] [[κατά]] [[μήκος]] της οποίας η [[επιφάνεια]] της θάλασσας εφάπτεται με το [[σκάφος]] πλωτού μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, <i>ἁλός</i> «[[θάλασσα]]»), πρβλ. <i>αγχί</i>-<i>αλος</i>, <i>αναξί</i>-<i>αλος</i>].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] οριζόντια [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ίσαλα</i><br />τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην [[ίδια]] οριζόντις [[γραμμή]] με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ίσαλος]] [[γραμμή]]» — η [[γραμμή]] [[κατά]] [[μήκος]] της οποίας η [[επιφάνεια]] της θάλασσας εφάπτεται με το [[σκάφος]] πλωτού μέσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, <i>ἁλός</i> «[[θάλασσα]]»), πρβλ. <i>αγχί</i>-<i>αλος</i>, <i>αναξί</i>-<i>αλος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οριζόντια γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ίσαλα
τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην ίδια οριζόντις γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
3. φρ. «ίσαλος γραμμή» — η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με το σκάφος πλωτού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰσ(ο)- + -αλος (< ἅλς, ἁλός «θάλασσα»), πρβλ. αγχί-αλος, αναξί-αλος].