αγλαόκωμος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγλαόκωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που λαμπρύνει τον [[κώμο]], [[δηλαδή]] τη [[γιορτή]], τη [[διασκέδαση]], το [[γλέντι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγλαόκωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που λαμπρύνει τον [[κώμο]], [[δηλαδή]] τη [[γιορτή]], τη [[διασκέδαση]], το [[γλέντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[κῶμος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγλαόκωμος, -ον (Α)
αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κῶμος.