αγχίλωψ: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγχίλωψ]], (-ωπος), ο (Α)<br />αυτός που έχει [[απόστημα]] [[κοντά]] στην [[κόχη]] του ματιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i>, σύμφωνα με τον Γαληνό<br />το «<i>λ</i>» θεωρείται ότι προήλθε από [[επίδραση]] του συνώνυμου [[αἰγίλωψ]] [[πάντως]] το α΄ συνθ. της λ. [[είναι]] [[μάλλον]] το [[ἄγχω]].
|mltxt=[[ἀγχίλωψ]], (-ωπος), ο (Α)<br />αυτός που έχει [[απόστημα]] [[κοντά]] στην [[κόχη]] του ματιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i>, σύμφωνα με τον Γαληνό<br />το «<i>λ</i>» θεωρείται ότι προήλθε από [[επίδραση]] του συνώνυμου [[αἰγίλωψ]] [[πάντως]] το α΄ συνθ. της λ. [[είναι]] [[μάλλον]] το [[ἄγχω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγχίλωψ, (-ωπος), ο (Α)
αυτός που έχει απόστημα κοντά στην κόχη του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + ὤψ, σύμφωνα με τον Γαληνό
το «λ» θεωρείται ότι προήλθε από επίδραση του συνώνυμου αἰγίλωψ πάντως το α΄ συνθ. της λ. είναι μάλλον το ἄγχω.