αδαμαντοδέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[τεχνίτης]] που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο [[κόσμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδάμας]] <span style="color: red;">+</span> [[δέτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδαμαντοδεσία]]].
|mltxt=ο<br />[[τεχνίτης]] που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο [[κόσμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδάμας]] <span style="color: red;">+</span> [[δέτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδαμαντοδεσία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
τεχνίτης που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + δέτης.
ΠΑΡ. αδαμαντοδεσία].