αδάμαστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδάμαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατάβλητος]], [[άκαμπτος]], [[ακατανίκητος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο [[ατίθασος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδάμαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατάβλητος]], [[άκαμπτος]], [[ακατανίκητος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο [[ατίθασος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δαμάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀδαμαστί]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδάμαστος, -ον)
1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος
2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δαμάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί.