αδελφόθεος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[ἀδελφόθεος]]) (Ν και αδερφόθεος)<br /><b>1.</b> [[αδελφός]] του Θεού<br />[[προσωνυμία]] [[κυρίως]] του αποστόλου Ιακώβου («αδελφού του Κυρίου»)<br /><b>2.</b> [[αδελφός]] «εν Θεώ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδελφός]] <span style="color: red;">+</span> <i>Θεός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀδελφοθεΐα</i>].
|mltxt=ο (Μ [[ἀδελφόθεος]]) (Ν και αδερφόθεος)<br /><b>1.</b> [[αδελφός]] του Θεού<br />[[προσωνυμία]] [[κυρίως]] του αποστόλου Ιακώβου («αδελφού του Κυρίου»)<br /><b>2.</b> [[αδελφός]] «εν Θεώ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδελφός]] <span style="color: red;">+</span> <i>Θεός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀδελφοθεΐα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Μ ἀδελφόθεος) (Ν και αδερφόθεος)
1. αδελφός του Θεού
προσωνυμία κυρίως του αποστόλου Ιακώβου («αδελφού του Κυρίου»)
2. αδελφός «εν Θεώ».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + Θεός.
ΠΑΡ. μσν. ἀδελφοθεΐα].