αιμορραγία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἱμορραγία]])<br /><b>1.</b> ροή αίματος από αιμοφόρο [[αγγείο]], που οφείλεται σε [[λύση]] της συνέχειας του αγγειακού τοιχώματος εξαιτίας τραυματισμού ή άλλης αιτίας<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b><br />[[απώλεια]] αίματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδυνάμωση]], [[εξάντληση]] (π.χ. «οικονομική [[αιμορραγία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἱμορραγῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιμορραγικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἱμορραγώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αιμορραγιογενής</i>, [[αιμορραγιογόνος]]].
|mltxt=η (Α [[αἱμορραγία]])<br /><b>1.</b> ροή αίματος από αιμοφόρο [[αγγείο]], που οφείλεται σε [[λύση]] της συνέχειας του αγγειακού τοιχώματος εξαιτίας τραυματισμού ή άλλης αιτίας<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b><br />[[απώλεια]] αίματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδυνάμωση]], [[εξάντληση]] (π.χ. «οικονομική [[αιμορραγία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἱμορραγῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιμορραγικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἱμορραγώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αιμορραγιογενής</i>, [[αιμορραγιογόνος]]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α αἱμορραγία)
1. ροή αίματος από αιμοφόρο αγγείο, που οφείλεται σε λύση της συνέχειας του αγγειακού τοιχώματος εξαιτίας τραυματισμού ή άλλης αιτίας
2. γεν.
απώλεια αίματος
νεοελλ.
αποδυνάμωση, εξάντληση (π.χ. «οικονομική αιμορραγία»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμορραγῶ.
ΠΑΡ. αιμορραγικός
αρχ.
αἱμορραγώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιμορραγιογενής, αιμορραγιογόνος].