αιριάρης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κόσκινο]] κατάλληλο για το [[ξεχώρισμα]] του σιταριού από την [[αίρα]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αιριάρης]], -<i>a</i>, -<i>ικο</i>, αυτός που περιέχει [[αίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αίρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιριαρίζω]]].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κόσκινο]] κατάλληλο για το [[ξεχώρισμα]] του σιταριού από την [[αίρα]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αιριάρης]], -<i>a</i>, -<i>ικο</i>, αυτός που περιέχει [[αίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αίρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιριαρίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
1. κόσκινο κατάλληλο για το ξεχώρισμα του σιταριού από την αίρα
2. ως επίθ. αιριάρης, -a, -ικο, αυτός που περιέχει αίρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίρα.
ΠΑΡ. αιριαρίζω].