αλισφάκι: Difference between revisions
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />ο [[καρπός]] της αλισφακιάς και το ίδιο το [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br />ο [[καρπός]] της αλισφακιάς και το ίδιο το [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλίσφακας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφακάκι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
ο καρπός της αλισφακιάς και το ίδιο το φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακάκι].