αλιάετος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και αλιαίετος (Α [[ἁλιάετος]] και [[ἁλιαίετος]])<br />[[πουλί]] τών ακτών και τών ποταμών, [[θαλασσαετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἀετός]], [[αἰετός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. [[ορολογία]], πρβλ. νεολατιν. <i>haliaetus</i>].
|mltxt=ο και αλιαίετος (Α [[ἁλιάετος]] και [[ἁλιαίετος]])<br />[[πουλί]] τών ακτών και τών ποταμών, [[θαλασσαετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἀετός]], [[αἰετός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. [[ορολογία]], πρβλ. νεολατιν. <i>haliaetus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος)
πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός
η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus].