αλεώριο: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το <b>Ναυτ.</b><br />χαρακτηριστικό [[σημάδι]] σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το <b>Ναυτ.</b><br />χαρακτηριστικό [[σημάδι]] σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀλεωρή]] «[[αποφυγή]], [[μέσον]] αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. <i>balise</i>]. | ||
}} | }} |