αλλοιόσχημος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]] ή [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλλοίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]] ή [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλλοίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει διαφορετική μορφή ή σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλοίος + -σχημος < σχήμα].