αμιγής: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀμιγής]])<br />αυτός που δεν περιέχει [[ξένα]] στοιχεία, [[άμικτος]], [[ανόθευτος]], [[καθαρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρθενικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμίγην μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἀμιγής]])<br />αυτός που δεν περιέχει [[ξένα]] στοιχεία, [[άμικτος]], [[ανόθευτος]], [[καθαρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρθενικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμίγην μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμιγής)
αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός
μσν.
παρθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι].